- ενθάδε
- (AM ἐνθάδε)επίρρ.1. (για στάση σε τόπο) εδώ, σ' αυτόν τον τόπο (α. «ἅπαντες γὰρ ἐσμεν ἐνθάδε», ΚΔβ. «ενθάδε κείται ο τάδε», επιγρ. τάφων)2. (για κίνηση) προς αυτό εδώ το μέρος («φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθέ ἐνθάδε», ΚΔ)αρχ.1. σ' αυτόν εδώ τον κόσμο, σε αντιδιαστολή προς τον Άδη («γίγνεται αὐτοῑς ἡ ὠφέλεια καὶ ἐνθάδε καὶ ἐν Ἅιδου», Πλάτ.)2. οι κάτοικοι αυτής τής χώρας3. (για καταστάσεις, περιστάσεις) σ' αυτό το σημείο, σε αυτόν τον βαθμό, σ' αυτή την περίσταση4. (για χρόνο) τώρα, στο παρόν5. φρ. οἱ ἐνθάδεοι ζωντανοί (α. «ἐνθάδε λεώς» ή οἱ ἐνθάδεο λαός αυτού τού τόπου)β. τά ἐνθάδεη κατάσταση τών πραγμάτων σε αυτό το σημείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ένθα + -δε].
Dictionary of Greek. 2013.